υλομαχώ

υλομαχώ
-έω, Α
καταφεύγω στο δάσος και μάχομαι για να υπερασπίσω τον εαυτό μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕλη + -μαχῶ (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ξιφο-μαχῶ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ύλη — Στην ευρεία έννοια, ύ. είναι καθετί που γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις μας ή, πιο γενικά, καθετί που μπορεί να μετρηθεί με οποιοδήποτε όργανο μέτρησης. Στη στενή έννοια, ύ. και μάζα ταυτίζονται: ακριβέστερα, ύ. είναι καθετί που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”